Αγγλικά » Γερμανικά

bilk·ing [ˈbɪlkɪŋ] ΟΥΣ ΝΟΜ

bilking
Prellerei θηλ

bilk [bɪlk] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

jdn um etw αιτ bringen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bilking" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文