Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „bestowal“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

be·stow·al [bɪˈstəʊəl, αμερικ -ˈstoʊ-] ΟΥΣ no pl τυπικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

bestowal of honour
bestowal of consent

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

1889

Bestowal of legal status by the Senate of the Free Hanseatic City of Bremen.

1894

www.baumwollboerse.de

1889

Verleihung der Rechtsfähigkeit durch den Senat der Freien Hansestadt Bremen.

1894

www.baumwollboerse.de

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文