Αγγλικά » Γερμανικά

be·set·ting [bɪˈsetɪŋ, αμερικ -t̬ɪŋ] ΕΠΊΘ

besetting
besetting sin

be·set <-tt-, beset, beset> [bɪˈset] ΡΉΜΑ μεταβ usu passive

1. beset (surrounded):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

besetting sin

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "besetting" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文