Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Mormons“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

I . Mor·mon [ˈmɔ:mən, αμερικ ˈmɔ:r-] ΟΥΣ

Mormone(Mormonin) αρσ (θηλ)

II . Mor·mon [ˈmɔ:mən, αμερικ ˈmɔ:r-] ΕΠΊΘ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
In the 1870s, a prominent Mormon writer wrote that Mormons considered such a marriage to be no marriage at all.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文