structural [βρετ ˈstrʌktʃ(ə)r(ə)l, αμερικ ˈstrək(t)ʃ(ə)rəl] ΕΠΊΘ
1. structural (fundamental):
- structurel/-elle
2. structural:
3. structural ΓΛΩΣΣ:
- structurel/-elle, structural
4. structural ΟΙΚΟΝ:
- structurel/-elle
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.