grovel <μετ ενεστ etc grovelling, grovelled αμερικ groveling, groveled> [βρετ ˈɡrɒv(ə)l, ˈɡrʌv(ə)l, αμερικ ˈɡrɑvəl, ˈɡrəvəl] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grovel (humbly):
- grovel μτφ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.