I . press <-es> [pres] ΟΥΣ
4. press + ενικ/πλ ρήμα:
5. press (publicity):
II . press [pres] ΡΉΜΑ μεταβ
1. press (push):
-
pritiskati [στιγμ pritisniti]
6. press μτφ (urge, impel):
-
pritiskati [στιγμ pritisniti]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.