debiti στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για debiti στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

1. debito (importo dovuto):

una montagna di debiti

3. debito (obbligo morale):

onorare i propri debiti
ogni promessa è debito παροιμ

debito2 [ˈdebito] ΕΠΊΘ (dovuto, opportuno)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
onerato di debiti

Μεταφράσεις για debiti στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
trappola θηλ dei debiti
consulente αρσ θηλ in materia di debiti
debito αρσ (to verso, con)
pagare i propri debiti
di debiti
debito αρσ (to verso, con)

debiti στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για debiti στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

debito [ˈde:·bi·to] ΟΥΣ αρσ a. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για debiti στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
Accounts Payable ΟΙΚΟΝ
debiti (commerciali)
debito θηλ
debiti αρσ pl
debito αρσ
accumulare debiti

debiti Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

essere nei debiti fino al collo μτφ
to rob Peter to pay Paul παροιμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski