Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψωμάς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψωμ|άς <-άδες> [psɔˈmas] SUBST αρσ

ψωμάς
Bäcker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский