Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψιλός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψιλ|ός <-ή, -ό> [psiˈlɔs] ΕΠΊΘ

1. ψιλός (άμμος, κεντήματα):

ψιλός
das Kleingedruckte ουδ ενικ

2. ψιλός (λεπτός, όχι παχύς):

ψιλός

3. ψιλός (ήχος: διαπεραστικός):

ψιλός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский