Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψιλορωτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψιλορωτ|ώ <-άς, -ησα> [psilɔrɔˈtɔ] VERB μεταβ

ψιλορωτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский