Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φύτεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φύτεμα [ˈfitɛma] SUBST ουδ

1. φύτεμα (κάποιου φυτού):

φύτεμα
Pflanzen ουδ

2. φύτεμα (σε φυτεία):

φύτεμα
Anpflanzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский