Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυσώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φυσ|ώ <-άς, -ηξα [ή -ησα], -ήχτηκα, -ημένος> [fiˈsɔ] VERB μεταβ

II . φυσ|ώ <-άς, -ηξα [ή -ησα], -ήχτηκα, -ημένος> [fiˈsɔ] VERB αμετάβ

1. φυσώ:

φυσώ

2. φυσώ (άνεμος):

φυσώ

Παραδειγματικές φράσεις με φυσώ

φυσώ τη φλόγα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский