Ελληνικά » Γερμανικά

υπόκωφ|ος <-η, -ο> [iˈpɔkɔfɔs] ΕΠΊΘ

υπόκωφος
υπόκωφος (ήχος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский