Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποκύπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποκύ|πτω <-ψα> [ipɔˈciptɔ] VERB αμετάβ

1. υποκύπτω (υποτάσσομαι):

υποκύπτω σε κάτι

2. υποκύπτω (πεθαίνω):

υποκύπτω
υποκύπτω στα τραύματά μου

Παραδειγματικές φράσεις με υποκύπτω

υποκύπτω στα τραύματά μου
υποκύπτω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский