Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπολείπομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπολεί|πομαι <-φτηκα> [ipɔˈlipɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. υπολείπομαι (απομένω):

υπολείπομαι
Saldobetrag αρσ

2. υπολείπομαι (είμαι κατώτερος):

υπολείπομαι από κάποιον/κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με υπολείπομαι

υπολείπομαι από κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский