Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υποτροπή , υποτροπικός , αποτροπή , υπότροφος , υποτροφία και υποτροπιάζω

υποτροπή [ipɔtrɔˈpi] SUBST θηλ

υποτροπή ΙΑΤΡ, ΝΟΜ
Rückfall αρσ

υποτροπικ|ός <-ή, -ό> [ipɔtrɔpiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. υποτροπικός (που υποτροπιάζει):

2. υποτροπικός ΓΕΩΓΡ:

υπότροφος [iˈpɔtrɔfɔs] SUBST mf

Stipendiat(in) αρσ (θηλ)

αποτροπή [apɔtrɔˈpi] SUBST θηλ

1. αποτροπή (κακού):

Abwendung θηλ

2. αποτροπή (κάποιου από το να κάνει κάτι):

Abbringen ουδ

υποτροπ|ιάζω <-ίασα> [ipɔtrɔˈpçazɔ] VERB αμετάβ

1. υποτροπιάζω (αρρώστια):

2. υποτροπιάζω (εγκληματίας):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский