Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποτροπιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποτροπ|ιάζω <-ίασα> [ipɔtrɔˈpçazɔ] VERB αμετάβ

1. υποτροπιάζω (αρρώστια):

υποτροπιάζω

2. υποτροπιάζω (εγκληματίας):

υποτροπιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский