Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτροπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτροπή [apɔtrɔˈpi] SUBST θηλ

1. αποτροπή (κακού):

αποτροπή
Abwendung θηλ
αποτροπή κινδύνου

2. αποτροπή (κάποιου από το να κάνει κάτι):

αποτροπή
Abbringen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αποτροπή

αποτροπή θηλ κινδύνου
αποτροπή κινδύνου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский