Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρανός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τραν|ός <-ή, -ό> [traˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. τρανός (ολοφάνερος):

τρανός

2. τρανός (σπουδαίος σε δύναμη):

τρανός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский