Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τράνταγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τράνταγμα [ˈtrandaɣma] SUBST ουδ

1. τράνταγμα (βίαιο κούνημα):

τράνταγμα
Rütteln ουδ

2. τράνταγμα (δόνηση σεισμού):

τράνταγμα
Erdstoß αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский