Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τραντάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τραντά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [tranˈdazɔ] VERB μεταβ

1. τραντάζω (συγκλονίζω):

τραντάζω

2. τραντάζω (κουνώ βίαια):

τραντάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский