Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τιμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [tiˈmɔ] VERB μεταβ

1. τιμώ (σέβομαι, απονέμω τιμή):

τιμώ

2. τιμώ (εκτιμώ):

τιμώ

II . τιμώμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. τιμώμαι (με τιμούν):

2. τιμώμαι (στοιχίζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский