Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τιμόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τιμόνι [tiˈmɔni] SUBST ουδ

1. τιμόνι (αυτοκινήτου):

τιμόνι
Lenkrad ουδ

2. τιμόνι (ποδηλάτου):

τιμόνι
Lenker αρσ
τιμόνι ποδηλάτου
Fahrradlenker αρσ

3. τιμόνι (πλοίου):

τιμόνι
Steuer ουδ

4. τιμόνι (βάρκας):

τιμόνι
Ruder ουδ
τιμόνι
Steuer ουδ

5. τιμόνι ΑΕΡΟ:

τιμόνι ελέγχου
Steuerrad ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με τιμόνι

τιμόνι ελέγχου
Steuerrad ουδ
υδραυλικό τιμόνι
τιμόνι ποδηλάτου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский