Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τίναγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τίναγμα [ˈtinaɣma] SUBST ουδ

1. τίναγμα (κούνημα):

τίναγμα
Schütteln ουδ

2. τίναγμα (κουβέρτας):

τίναγμα
Ausschütteln ουδ

3. τίναγμα (χαλιού):

τίναγμα
Ausklopfen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский