Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνθηκολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνθηκολογ|ώ <-είς, -ησα> [sinθikɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

1. συνθηκολογώ (συνάπτω συμφωνία):

συνθηκολογώ
συνθηκολογώ με τη συνείδησή μου

2. συνθηκολογώ ΣΤΡΑΤ:

συνθηκολογώ

Παραδειγματικές φράσεις με συνθηκολογώ

συνθηκολογώ με τη συνείδησή μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский