Ελληνικά » Γερμανικά

συν|θλίβω <-έθλιψα, -θλίφτηκα, -θλιμμένος> [sinˈθlivɔ] VERB μεταβ

συνθλίβω
συνθλίβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский