Ελληνικά » Γερμανικά

στερεοτυπία [stɛrɛɔtiˈpia] SUBST θηλ ΤΥΠΟΓΡ

στερεότυπ|ος <-η, -ο> [stɛrɛˈɔtipɔs] ΕΠΊΘ ΤΥΠΟΓΡ

στερεοσκόπιο [stɛrɛɔˈskɔpiɔ] SUBST ουδ

στερεοχημεία [stɛrɛɔçiˈmia] SUBST θηλ

στερεοσκοπικ|ός <-ή, -ό> [stɛrɛɔskɔpiˈkɔs] ΕΠΊΘ

στερεότητα [stɛrɛˈɔtita] SUBST θηλ

1. στερεότητα (ιδιότητα του στερεού):

Festigkeit θηλ

2. στερεότητα (βαθμός αντοχής):

Stabilität θηλ

στερεοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [stɛrɛɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. στερεοποιώ (κάνω σταθερό):

2. στερεοποιώ (υγρό):

στερεοφωνία [stɛrɛɔfɔˈnia] SUBST θηλ

στερητικ|ός <-ή, -ό> [stɛritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. στερητικός ΓΛΩΣΣ:

Verneinungs-

2. στερητικός ΙΑΤΡ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский