Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύμπτωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύμπτωμα [ˈsimptɔma] SUBST ουδ

1. σύμπτωμα (ένδειξη):

σύμπτωμα
Anzeichen ουδ
σύμπτωμα
Symptom ουδ
στερητικό σύμπτωμα

2. σύμπτωμα ΙΑΤΡ:

σύμπτωμα
Symptom ουδ
σωματικό σύμπτωμα

Παραδειγματικές φράσεις με σύμπτωμα

σύμπτωμα ουδ κορωνοϊού
στερητικό σύμπτωμα
σωματικό σύμπτωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский