Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταθερότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταθερότητα [staθɛˈrɔtita] SUBST θηλ

1. σταθερότητα (στερεότητα):

σταθερότητα
Stabilität θηλ
νομισματική σταθερότητα
νομισματική σταθερότητα
οικονομική σταθερότητα
σταθερότητα των τιμών
Stabilitäts- und Wachstumspakt αρσ

2. σταθερότητα (μονιμότητα):

σταθερότητα
η σταθερότητα της αξίας ενός πράγματος

Παραδειγματικές φράσεις με σταθερότητα

σταθερότητα θηλ συχνότητας
σταθερότητα θηλ χροιάς
νομισματική σταθερότητα
οικονομική σταθερότητα
σταθερότητα θηλ των τιμών ΟΙΚΟΝ
σταθερότητα των τιμών
η σταθερότητα της αξίας ενός πράγματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский