Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πράγματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαμβάνω γνώση ενός πράγματος +γεν
im Bewusstsein +γεν
δεσπόζω κάποιου πράγματος
sich δοτ einer Sache γεν bewusst sein
κάνω μνεία κάποιου πράγματος
η επιδότηση κάποιου πράγματος
η επιδότηση κάποιου πράγματος
είμαι δέσμιος ενός πράγματος μτφ
υποτίμηση ενός πράγματος
κάνω χρήση ενός πράγματος
υπεραμύνομαι ενός πράγματος
πέφτω θύμα ενός πράγματος
πέφτω θύμα ενός πράγματος
η ζήτηση κάποιου πράγματος
λαμβάνω γνώση ενός πράγματος +γεν
ηγούμαι ενός πράγματος
είμαι κάτοχος ενός πράγματος
σφετερισμός χρήσης (πράγματος) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский