Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαθρότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαθρότητα [saˈθrɔtita] SUBST θηλ

1. σαθρότητα (ξύλου, τοίχου):

σαθρότητα
Morschheit θηλ

2. σαθρότητα (επιχειρήματος):

σαθρότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский