Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ριζικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ριζικό1 [riziˈkɔ] SUBST ουδ (μοίρα)

ριζικό
Schicksal ουδ

ριζικό2 [riziˈkɔ] SUBST ουδ ΜΑΘ

ριζικό
Radikal ουδ
konjugierte Radikale ουδ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με ριζικό

ριζικό κέντρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский