Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τύχη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τύχη [ˈtiçi] SUBST θηλ

1. τύχη (καλή τύχη):

τύχη
Glück ουδ
έχω τύχη
έχω τύχη βουνό
καλή τύχη!

3. τύχη (σύμπτωση):

τύχη
Zufall αρσ
κατά τύχη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский