Ελληνικά » Γερμανικά

πυραυλοκίνησ|η <-εις> [piravlɔˈcinisi] SUBST θηλ

υδραυλική [iðravliˈci] SUBST θηλ

II . υδραυλικ|ός [iðravliˈkɔs] SUBST αρσ

πυραυλοκίνητ|ος <-η, -ο> [piravlɔˈcinitɔs] ΕΠΊΘ

αντιπυραυλικ|ός <-ή, -ό> [andipiravliˈkɔs] ΕΠΊΘ

πυραμιδικ|ός <-ή, -ό> [piramiðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πυρακτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pirakˈtɔnɔ] VERB μεταβ

πυραζόλιο [piraˈzɔliɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский