Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „προσβαλλόμενος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
προσβαλλόμενος αρσ (προσβαλλόμενη) θηλ
προσβαλλόμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский