Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσάρτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσάρτησ|η <-εις> [prɔˈsartisi] SUBST θηλ

1. προσάρτηση (χώρας):

προσάρτηση
Annexion θηλ

2. προσάρτηση (σύνδεση):

προσάρτηση σε
Anschluss αρσ an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский