Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προσβάλλω , προστατευόμενος , προσκεκλημένος και προσβασιμότητα

προσβ|άλλω <-αλα, -λήθηκα, -λημένος> [prɔzˈvalɔ] VERB μεταβ

1. προσβάλλω (επιτίθεμαι):

2. προσβάλλω (για αρρώστια):

3. προσβάλλω (μιλώ υβριστικά):

4. προσβάλλω (διαθήκη):

I . προστατευόμεν|ος <-η, -ο> [prɔstatɛˈvɔmɛn|ɔs] ΕΠΊΘ

II . προστατευόμεν|ος [prɔstatɛˈvɔmɛn|ɔs] SUBST αρσ/θηλ

προσκεκλημέν|ος <-η, -ο> [prɔscɛkliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский