Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκομμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προκομμέν|ος <-η, -ο> [prɔkɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. προκομμένος (εργατικός):

προκομμένος

2. προκομμένος (άξιος, νοικοκυρεμένος):

προκομμένος

II . προκομμέν|ος <-η, -ο> [prɔkɔˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ ειρων

προκομμένος
Nichtsnutz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский