Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόκληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόκλησ|η <-εις> [ˈprɔklisi] SUBST θηλ

1. πρόκληση μτφ:

2. πρόκληση (ερεθισμός):

πρόκληση
Provokation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский