Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προκοπή [prɔkɔˈpi] SUBST θηλ

2. προκοπή (εργατικότητα):

προκοπή
Fleiß αρσ

3. προκοπή (απόδοση, καρποφορία):

προκοπή
Ertrag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский