Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποντάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποντάρ|ω <-ισα> [pɔnˈdarɔ] VERB αμετάβ

1. ποντάρω (σε νούμερο, άλογο):

ποντάρω σε
setzen auf +αιτ
ποντάρω 50 ευρώ στο κόκκινο

2. ποντάρω μτφ:

ποντάρω σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με ποντάρω

ποντάρω σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский