Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποντάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποντάρισμα [pɔnˈdarizma] SUBST ουδ

ποντάρισμα
Satz αρσ
Höchstsatz αρσ
ποντάρισμα ουδ
Wetteinsatz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский