Ελληνικά » Γερμανικά

πολτός [pɔlˈtɔs] SUBST αρσ

πολίτης (πολίτισσα) [pɔˈlitis, pɔˈlitisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. πολίτης (μέλος πολιτείας):

Bürger(in) αρσ (θηλ)
EU-Bürger(in) αρσ (θηλ)
Weltbürger(in) αρσ (θηλ)
Bürgerrecht ουδ

2. πολίτης (κάτοχος ιθαγένειας):

Staatsbürger(in) αρσ (θηλ)

3. πολίτης (μη στρατιωτικός):

Zivilist(in) αρσ (θηλ)

πολυοξ|ύ <-έος> [pɔliɔˈksi] SUBST ουδ

πολωτής [pɔlɔˈtis] SUBST αρσ

πολύς <πολλή, πολύ> [pɔˈlis] ΕΠΊΘ

2. πολύς (περισσότερο από το απαιτούμενο):

I . πολεμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [pɔlɛˈmɔ] VERB αμετάβ

1. πολεμώ (κάνω πόλεμο):

2. πολεμώ (αγωνίζομαι):

3. πολεμώ (προσπαθώ):

II . πολεμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [pɔlɛˈmɔ] VERB μεταβ (καταπολεμώ)

πολφός [pɔlˈfɔs] SUBST αρσ

I . που [pu] ΑΝΤΩΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский