Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολεμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πολεμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [pɔlɛˈmɔ] VERB αμετάβ

1. πολεμώ (κάνω πόλεμο):

πολεμώ

2. πολεμώ (αγωνίζομαι):

πολεμώ

3. πολεμώ (προσπαθώ):

πολεμώ

II . πολεμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [pɔlɛˈmɔ] VERB μεταβ (καταπολεμώ)

πολεμώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский