Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πνευματοκρατικός , πνευματοκρατία και πνευματοκράτης

πνευματοκρατία [pnɛvmatɔkraˈtia] SUBST θηλ

πνευματοκρατικ|ός <-ή, -ό> [pnɛvmatɔkratiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πνευματοκράτ|ης (-ισσα) [pnɛvmatɔˈkrat|is, -isa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Spiritualist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский