Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνευμάτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πνευμάτωσ|η <-εις> [pnɛvˈmatɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

πνευμάτωση
Pneumatose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский