Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Spiritualist“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Spiritualist(in) <-en, -en> SUBST αρσ(θηλ)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Als Spiritualist ging er jedoch nicht so weit, die äußeren Zeichen von Taufe und Abendmahl vollständig abzulehnen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Spiritualist" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский