Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληθωρισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληθωρισμός [pliθɔrizˈmɔs] SUBST αρσ ΟΙΚΟΝ

πληθωρισμός
Inflation θηλ
εισαγόμενος πληθωρισμός
εμφανής πληθωρισμός
offene Inflation θηλ
έρπων πληθωρισμός
πληθωρισμός κόστους
υψηλός πληθωρισμός
hohe Inflation θηλ
Inflationswirkungen θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με πληθωρισμός

εισαγόμενος πληθωρισμός
εμφανής πληθωρισμός
έρπων πληθωρισμός
υψηλός πληθωρισμός
πληθωρισμός κόστους
καλπάζων πληθωρισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский