Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληθωρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληθωρικ|ός <-ή, -ό> [pliθɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πληθωρικός (υπέρμετρος):

πληθωρικός

2. πληθωρικός (άφθονος):

πληθωρικός

3. πληθωρικός (για έκφραση συναισθημάτων):

πληθωρικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский